σαμίοισι

σαμίοισι
Σάμος
a height.
masc/neut dat pl (epic ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σαμίοισι — Σάμιος a height. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) Σάμιος a height. masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεμπικραίνομαι — Α έχω μεγαλύτερη οργή και πίκρα εναντίον κάποιου («ὡς παθόντες οἱ Πέρσαι κακῶς προσεμπικρανέεσθαι ἔμελλον τοῑσι Σαμίοισι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπικραίνομαι «έχω πικρία ή οργή εναντίον κάποιου»] …   Dictionary of Greek

  • συνεισπίπτω — ΜΑ πέφτω μέσα μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («συνεσπεσόντες φεύγουσι ἐς τὸ τεῑχος τοῑσι Σαμίοισι», Ηρόδ). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσπίπτω «πέφτω, ρίχνομαι, εισβάλλω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”